- νομπελίστας
- ο, θηλ. νομπελίστριακάτοχος τού βραβείου νομπέλ.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομπέλ / νόμπελ + κατάλ. -ίστας (πρβλ. αγγλ. nobelist)βλ. λ. νομπέλ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άρβιντ — (ArvidCarlsson,Ουψάλα,Σουηδία1923–). Σουηδός επιστήμονας της φαρμακολογίας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 1959 ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Γουίλκινσον, Τζέφρεϊ — (Geoffrey Wilkinson, Γιόρκσαϊρ 1921 – 1996). Άγγλος χημικός. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Τοντμόρντεν του Γιόρκσαιρ. Το σχολείο όπου φοίτησε στα παιδικά του χρόνια έχει το μοναδικό προνόμιο της ανάδειξης δύο κατόχων βραβείου Νόμπελ μέσα… … Dictionary of Greek
Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek
Ζεβέλ, Αχμέτ — (Ahmed Zewail, Νταμανχούρ 1946 –). Αιγύπτιος χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Το 1967, μετά τον πόλεμο των επτά ημερών με το Ισραήλ, συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Ξεκίνησε το… … Dictionary of Greek
Κερλ, Ρόμπερτ — (Robert Curl Jr., Άλις, Τέξας 1933 –). Αμερικανός χημικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Ράις και έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο από το πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, όπου συμμετείχε στην προσπάθεια του καθηγητή Πίτζερ για την επέκταση… … Dictionary of Greek
Κέτερλε, Βόλφγκανγκ — (Wolfgang Ketterle, Χαϊδελβέργη 1957 –). Γερμανός φυσικός. Το 1976 ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και μετακινήθηκε στο τρίτο έτος στο τεχνικό πανεπιστήμιο του Μονάχου, από το οποίο και αποφοίτησε. Ακολούθησε… … Dictionary of Greek
Κίλμπι, Τζακ — (Jack St. Clair Kilby, Κάνσας 1923 –). Αμερικανός φυσικός. Αποφοίτησε από την σχολή ηλεκτρολόγων μηχανικών του πανεπιστημίου του Ιλινόις το 1947 και συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Μιλγουόκι. Το 1958 άρχισε να εργάζεται για την… … Dictionary of Greek
Κόρνφορθ, Τζον Γουόρκαπ — (John Warcup Cornforth, Σίδνεϊ 1917 –). Αυστραλός χημικός. Το 1937 αποφοίτησε με έπαινο από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, όπου και παρέμεινε για τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Χάρη σε μια υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
Κοσίμπα, Μασατόσι — (Masatoshi Koshiba, Τογιοχάσι, Ιαπωνία 1926 –). Ιάπωνας φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Τόκιο το 1951 και το 1955 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη φυσική στο πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ των ΗΠΑ. Το 1970 ανακηρύχθηκε καθηγητής φυσικής… … Dictionary of Greek
Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… … Dictionary of Greek